- πτωσκάζω
- πτωσκάζω, inf. -έμεν: crouch in fear, Il. 4.372†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πτωσκάζω — crouch pres subj act 1st sg πτωσκάζω crouch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωσκάζω — και πτωκάζω Α ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου *πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.] … Dictionary of Greek
πτωσκαζέμεν — πτωσκάζω crouch pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωσκαζέμεναι — πτωσκάζω crouch pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωσκάζειν — πτωσκάζω crouch pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωκάζω — Α βλ. πτωσκάζω … Dictionary of Greek
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary